Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τῶν ὕμνων

  • 1 συννομος

        I
        2
        1) пасущийся вместе, живущий стадами или стаями
        

    (ταῦροι Arst.)

        πάνθ΄ ὅσα σύννομα Plat. — все, что живет общественной жизнью

        2) живущий вместе, неразлучный
        

    (τινι Luc.)

        ἄταισι σ. Aesch. — связанный с погибелью, пагубный;
        λέοντε συννόμω Soph.пара львов

        3) однородный, родственный
        

    (τέχναι, ἤθη Plat.)

        II
        ὅ и ἥ
        1) участник, спутник
        

    (τῶν ὕμνων Arph.)

        τῶν λέκτρων ξ. Aesch. — супруг(а);
        θαλάσσης σύννομοι Eur. — спутницы моря = Σκειρωνίδες πέτραι;
        σύννομοι νεφέων δρόμου Eur. — спутники облаков, т.е. быстролетные, как облака

        2) супруг(а) Soph., Plat., Arst.

    Древнегреческо-русский словарь > συννομος

  • 2 απτω

         ἅπτω
        I
        1) тж. med. завязывать, обвязывать, привязывать, прикреплять
        

    (ἀμφοτέρωθέν τι Hom.; βρόχους κρεμαστούς и δέοην βρόχω Eur.; med. βρόχον ἀπὸ μελάθρου Hom.)

        ἅ. πάλην τινί Aesch.завязывать борьбу с кем-л.;
        χορὸν ἅψαι Aesch. — устроить хоровод;
        τί δ΄ ἐγὼ ἅπτουσ΄ ἂν ἢ λύουσα προσθείμην πλέον ; Soph.как же мне поступить? (досл. что же я могла бы прибавить завязыванием или развязыванием?);
        φέρε λόγων ἁψώμεθ΄ ἄλλων Eur.давай поговорим о другом

        2) med. (δε γοιτυ) находиться в связи
        

    (Arst.; γυναικός Plat.)

        3) med. достигать
        

    (τοῦ τέλους Plat.)

        ἀμφοτέρων βέλε΄ ἥπτετο Hom. — стрелы настигали и тех и других;
        ἅ. τύχῃ τῆς ἀληθείας Plut.случайно узнать истину

        4) med. приниматься (за что-л.), предпринимать, заниматься, приступать
        

    (ἔργου Xen.; πολέμου Thuc., Plut.; φιλοσοφίας Plat.; πραγμάτων μεγάλων Plut.)

        ἅψασθαι φόνου Eur. — совершить убийство;
        οὐ μέλλειν, ἀλλ΄ ἅ. Arph. — не медлить, а приступить к делу

        5) med. воспринимать
        6) med. прикасаться, дотрагиваться
        

    (γενείου τινός Hom.; γονάτων Pind., Eur.; τῆς γῆς Diod.)

        καὴ ἁπτόμενοι καὴ χωρὴς ἑαυτῶν Plat. — как соприкасающиеся, так и обособленные

        7) med. питаться, вкушать
        

    (τῶν τροφῶν Plut.)

        ὅσα τετράποδα ἀνθρώπων ἅπτεται Thuc. — четвероногие, питающиеся человеческим мясом;
        βρώμης οὐχ ἅ. οὐδὲ ποτῆτος Hom.не есть и не пить

        8) med. нападать
        

    (ἀνδρός Aesch., Soph.; sc. τῶν πολεμίων Xen.; Σικελίας Plut.)

        ἥ νόσος ἥψατο τῶν ἀθρώπων Thuc. — эпидемия охватила население;
        τῶν ὁμοίων σωμάτων οἱ αὐτοὴ πόνοι οὐκ ὁμοίως ἅπτονται Xen. — одни и те же труды по-разному изнуряют одинаковые организмы;
        ἀλλήλων ἅπτοντο καταιτιώμενοι Her. — они осыпали друг друга обвинениями;
        ἅ. τοῦ λόγου (τινός) Plat.возражать против чьей-л. речи;
        μέ ἅ. τῶν ἀλλοτρίων Plat. — не трогать чужого;
        τῆς μὲν οὐδὲν ἄλγος ἅψεταί ποτε Eur.никакое страдание ее уже не коснется

        II
        1) зажигать

    (θωμὸν πυρί Aesch.; πεύκας Eur.; λύχνον Arph.; перен. πυρσὸν ὕμνων Pind.)

    ; pass. быть зажженным, гореть
        

    (νηὸς ἁφθείς Her.; ἄνθρακες ἡμμένοι Thuc.; δᾴς ἡμμένη Arph.)

        2) med. воспламеняться, загораться, зажигаться
        

    (ἐν πυρί Hom.)

    Древнегреческо-русский словарь > απτω

  • 3 ιδεα

         ἰδέα
        ион. ἰδέη (ῐ) ἥ [ἰδεῖν]
        1) внешний вид, внешность, наружность
        

    (ἥ ἰ. αὐτοῦ ὡς ἀστραπή NT.)

        τέν ἰδέαν καλός Plat. — красивый на вид, красивой наружности;
        κοῖλα παντοδαπὰ καὴ τὰς ἰδέας καὴ τὰ μεγέθη Plat. — впадины, различные как по форме, так и по размерам;
        τὰ ὁρώμενα τῆς ἰδέας Plat.по внешнему виду

        2) видимость
        

    τοῦ θήλεος ἰ. Arst. — женоподобие;

        γνώμην ἐξαπατῶσ΄ ἰδέαι Anth. — видимость, вводящая в обман (досл. обманывающая разум)

        3) вид, род, тип, качество, сорт
        

    φύλλα τοιῆσδε ἰδέης Her. — листья такого свойства;

        τὸ φρέαρ τὸ παρέχεται τριφασίας ἰδέας Her. — колодец, который доставляет три категории (горнопромышленных продуктов);
        πᾶσα ἰ. θανάτου Thuc. — всякий вид смерти;
        πολλαὴ ἰδέαι πολέμων Thuc. — многие виды войн;
        ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν Δήμητρα θεὰν κελαδεῖν Arph.прославлять богиню Деметру другим родом гимнов

        4) лог. род, класс, категория или вид
        

    τὸ τῶν ἰχθύων γένος πολλὰς περιέχον ἰδέας Arst. — род рыб, содержащий много видов

        5) способ, образ, форма
        

    ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας Her. (эретрийцы) задумали два различных плана;

        πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες Thuc. — испробовав все способы;
        τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ Thuc. — таким же образом;
        τίς ἰ. βουλήματος ; Arph.что за затея?

        6) филос. идея, общее свойство, начало, основание, принцип
        

    μίᾳ ἰδέᾳ τὰ ὅσια (sc. ἐστίν) Plat. — праведные поступки являются праведными в силу единого (общего им) начала;

        εἰς μίαν τέν ἰδέαν ἄγειν τὰ πολλαχῆ διεσπαρμένα Plat. — к единому началу сводить там и сям рассеянные элементы;
        μίαν ἰδέαν διὰ πολλῶν διαισθάνεσθαι Plat.распознавать единое начало во многих вещах

        7) ( в идеалистической философии) идея, первообраз, идеальное начало (общий образ сущего, постигаемый умом)
        

    τοῦ ἀγαθοῦ ἰ. Plat. — идея блага;

        οἱ τὰς ἰδέας αἰτίας τιθέμενοι Arst. — устанавливающие в качестве причин (эмпирического мира) идеи, т.е. представители идеалистической философии

    Древнегреческо-русский словарь > ιδεα

См. также в других словарях:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • ερατώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων (Ε. σημαίνει αξιέραστη, αξιαγάπητη). 1. Μία από τις εννέα Μούσες. Κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μούσα της ερωτικής ποίησης και των ύμνων προς τους αθάνατους. Παρουσιάζεται πάντοτε με μια μικρή λύρα στα χέρια (ή με… …   Dictionary of Greek

  • Γκεόργκε, Στέφαν — (Stephan George, Μπιντεσχάιμ 1868 – Λοκάρνο 1933). Γερμανός ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος παρακμιακός (decadent) ποιητής της Γερμανίας, μετά τον Χόφμανσταλ και τον Ρίλκε. Το έργο του, γέννημα της αντίθεσής του στον ποιητικό νατουραλισμό και …   Dictionary of Greek

  • Εφραίμ ο Σύρος — (Νίσιβις, Μεσοποταμία 306; – Έδεσσα, Συρία 375 μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Θεωρείται ο κλασικός της Συριακής Εκκλησίας και των συριακών εκκλησιαστικών γραμμάτων. Για τη ζωή του ελάχιστα είναι γνωστά, γιατί ο θρύλος συγχέεται με τα… …   Dictionary of Greek

  • ЕПИФАНИЙ (ФЕОДОРОПУЛОС) — [греч. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος; в миру Этеоклис] (27.12.1930, Вурнази, ныне ном Месиния, Греция 10.11.1989, Афины), пресв., архим., церковный писатель, публицист и богослов. Е. Ф., окончил начальную школу в г. Каламе (ныне Каламата). В 1949 г.… …   Православная энциклопедия

  • υμνοάνασσα — ἡ, Α η βασίλισσα τών ύμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + ἄνασσα (πρβλ. μεγιστο άνασσα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»